καρβάν

καρβάν
καρβάν, -ᾱνος, ὁ, ἡ (Α)
κάρβανος*, βαρβαρικός, ξενικός («καρβᾱνα δ' αὐδὰν εὖ, γᾱ, κοννεῑς;» — τη βάρβαρη φωνή μου, γη, τήν καταλαβαίνεις καλά; Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Πιθ. < αιγυπτ. τοπωνύμιο Qarvana. Κατ' άλλους, πρόκειται για εβρ. λ. (σημ. «προσφορά»), που οι Φοίνικες έμποροι χρησιμοποίησαν ως σκωπτικό παρατσούκλι και από τους οποίους οι Έλληνες τήν πήραν με σημασία «βαρβαρικός». Αν η άποψη αυτή ευσταθεί, τότε η Ελληνική δανείστηκε την ίδια εβρ. λ. και για δεύτερη φορά, στην ΚΔ, με την πραγματική της σημ. «προσφορά» και τη μορφή κορβάν*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κάρβας — Κάρβας, ὁ (Α) ονομ. τού ανατολικού ανέμου, τού Εύρου, στην Κυρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. φοινικικής προελεύσεως, συγγενής πιθ. με τα καρβάν, κάρβανος] …   Dictionary of Greek

  • κάρβανος — κάρβανος, ον (Α) βάρβαρος, ξένος («κάρβανος ὤν δ Ἕλλησιν ἐγχλίεις ἄγαν» ενώ είσαι βάρβαρος, φέρεσαι με μεγάλη αλαζονεία στους Έλληνες, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρβάν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”